Η Μεσσήνη ήταν μια αρχαία πόλη της Μεσσηνίας, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου. Βρίσκεται δίπλα στο σημερινό χωριό Μαυρομάτι. Ιστορία Η πόλη ιδρύθηκε το χειμώνα του 370 π.Χ.-369 π.Χ. από το Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα, μετά τη νίκη του επί των Σπαρτιατών στη μάχη των Λεύκτρων και την εισβολή του στη Λακωνία.
Ο Επαμεινώνδας απελευθέρωσε τη Μεσσηνία από τη σπαρτιατική επιρροή και επέλεξε τους πρόποδες του όρους Ιθώμη για να χτίσει την πρωτεύουσα των ελεύθερων Μεσσηνίων.
Χτίστηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την αρκαδική Μεγαλόπολη, ώστε να αποκλειστεί η Σπάρτη από εχθρικά κράτη και να εκλείψει η επιροή της έξω από τη Λακωνική.
Ο περιηγητής Παυσανίας έχει διασώσει τις περισσότερες πληροφορίες για την ίδρυση της πόλης. Κήρυκες σταλμένοι από τους Θηβαίους έφτασαν στην Ιταλία, τη Σικελία, τη Λιβυκή πόλη Ευεσπερίδες και όπου αλλού ζούσαν φυγάδες Μεσσήνιοι, και τους κάλεσαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
Είναι προφανές οτι οι απελευθερωμένοι είλωτες και περίοικοι της Μεσσηνίας θα συμμετείχαν κι αυτοί αλλά το ζωτικότερο στοιχείο της ξενητειάς θεωρήθηκε απαραίτητο και, ευτυχώς για τα σχέδια του Επαμεινώνδα, ανταποκρίθηκε στον κάλεσμα.
Η επιλογή της θέσης της πόλης έγινε μετά από υποτιθέμενη θαυματουργή αποκάλυψη της θέσης της διαθήκης του Μεσσήνιου ήρωα Αριστομένη και με τη βοήθεια ιερέων και μάντεων. Η πόλη ονομάστηκε από τη μυθική βασίλισσα Μεσσήνη, κόρη του βασιλιά του Άργους Τριόπα.
Έτσι ξεκίνησε το χτίσιμο του τείχους, μετά από θυσίες των συμμάχων προς τους τοπικούς θεούς και ήρωες, και υπό τη συνοδεία βοιωτικών και αργείτικων αυλών (αν και ο Παυσανίας δεν θεωρεί πως εκείνο το τείχος ήταν αυτό που είδε ο ίδιος).
Η πόλη παρέμεινε το πολιτιστικό κέντρο της Μεσσηνίας μέχρι το 395, όταν η επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου υποτίθεται πως έδωσε το αποφασιστικό πλήγμα στην πόλη. Τότε οι λιγοστοί πια κάτοικοί της θα άρχισαν να εγκαθίστανται σε ασφαλέστερους οικισμούς και η θέση να ερημώνεται.
Αρχαιολογικός χώρος: Το τείχος που περιέβαλλε τη Μεσσήνη είναι εξαιρετικά μεγάλου μήκους (περίμετρος 9 χλμ.) και στην εποχή του Παυσανία ήταν ήδη εξ’ ολοκλήρου λίθινο, πράγμα που του προκάλεσε μεγάλη έκπληξη καθώς συνηθιζόταν η πλίθινη ανωδομή.
Είχε δύο μνημειακές πύλες, την Αρκαδική (ή πύλη της Μεγαλόπολης) και τη Λακωνική. Σε τακτά διαστήματα ήταν ενισχυμένο με διώροφους λίθινους τετράγωνους και στρογγυλούς πύργους.
Σήμερα διατηρείται καλύτερα στη βόρεια πλευρά του, εκατέρωθεν της Αρκαδικής πύλης. Από τα διατηρημένα μέρη και τα θεμέλια μπορεί κανείς να προσδιορίσει όλη σχεδόν τη γραμμή που ακολουθά το τείχος.
Όλα τα οικοδομήματα της Μεσσήνης έχουν τον ίδιο προσανατολισμό και εντάσσονται στον πολεοδομικό κάνναβο που δημιουργείται από οριζόντιους (με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση) και κάθετους (με κατεύθυνση Βορρά-Νότο) δρόμους.
Το πολεοδομικό αυτό σύστημα είναι γνωστό ως ιπποδάμειο, από τον αρχικό εμπνευστή και δημιουργό του αρχιτέκτονα, πολεοδόμο, γεωμέτρη και αστρονόμο του 5ου αιώνα π.Χ., τον Ιππόδαμο από τη Μίλητο. Οι πρώτες περιορισμένες ανασκαφικές έρευνες ξεκίνησαν το 1831 από γαλλική αποστολή.
Η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία άρχισε την ανασκαφή των κυριώτερων δημόσιων οικοδομημάτων της αγοράς το 1895 με τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Oι ανασκαφές συνεχίστηκαν το 1909 και το 1925 από τον Γεώργιο Oικονόμο.
Από το 1957 κ.ε., η ανασκαφή γινόταν τακτικά κάθε καλοκαίρι από τον ακαδημαϊκό Αναστάσιο Ορλάνδο. Mε τις ανασκαφές του ίδιου και των προκατόχων του ήλθε στο φώς το μεγαλύτερο μέρος του οικοδομικού συγκροτήματος του Aσκληπιείου.
Tο 1986 η Aρχαιολογική Eταιρεία ανέθεσε στον καθηγητή Πέτρο Θέμελη τη διεύθυνση των ανασκαφών της αρχαίας Mεσσήνης.
Oι ανασκαφικές έρευνες με παράλληλες εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης των μνημείων συνεχίζονται από το 1987 ως σήμερα με ταχύτερους προοδευτικά ρυθμούς.
Έχουν φέρει στο φως όλα τα δημόσια και ιερά οικοδομήματα της πόλης που είδε και περιέγραψε ο Παυσανίας στη Mεσσήνη, όταν την επισκέφθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Aντωνίνου Πίου (155-160 μ.X).